- αφανάτιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε φανατίζεται: Τον ξέρω για άνθρωπο αφανάτιστο σ' όλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αφανάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν κατέχεται από φανατισμό 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον φανατίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φανατίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek